Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ψωμιέρα — η, Ν σκεύος για τη φύλαξη τού ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + κατάλ. ιέρα (πρβλ. σουπ ιέρα)] … Dictionary of Greek